- κορυδαλος
- κορυδαλόςκορῠδαλ(λ)όςv. l. κορύδαλος ὅ предполож. хохлатый жаворонок (Alauda cristata) Theocr., Arst., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορύδαλος — κορύδαλος, ὁ (Α) βλ. κορυδαλ(λ)ός … Dictionary of Greek
κορυδαλ(λ)ός — και κορύδαλος, ο (ΑM κορυδαλλός και κορυδαλός, Α και κορύδαλος, Μ και ἀσκορδαλλός και ἀσκορδιαλλός και σκορδαλλός και σκορδιαλλός) ονομασία, κοινή σήμερα, στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών που σύμφωνα με την ισχύουσα επιστημονική κατάταξη ανήκουν στην … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
ԱՐՏՈՅՏ — (տուտի) NBH 1 0382 Chronological Sequence: Unknown date, 11c, 14c գ. ԱՐՏՈՅՏ կամ ԱՐՏՈՒՏ. գրի եւ ԱՐՏԻՒՏ, եւ ԱՐՏՕՏ. κορυδαλός , κορυδίς alauda, galerita Փորքրիկ թռչուն արտի՝ երկայն փետրովք ʼի գլուխն. աբեղաձագ .... ըստ ոմանց՝ շիֆնին, իբր ազգ ինչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)